πρατικός

πρατικός
-ή, -όν, Α [πρατός]
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλοπρατικός — ξυλοπρατικός, ή, όν (Μ) σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πρατικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”